- μετακλασικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην μετά τους κλασικούς χρόνους περίοδο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακλασικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εποχή μετά την αρχαία κλασική: Το μετακλασικό μνημείο κινδύνευε να καταρρεύσει από τους σεισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek